Προβολή : Μέσα Από Τις Φλόγες – Incendies

Μια ταινία πιό επίκαιρη από ποτέ. Μια ταινία σκληρή στην πραγματικότητά της, αληθινή στα μυνήματά της, άμεση σε όσους έχουν το θάρρος να την αντιμετωπίσουν. Η Κινηματογραφική Λέσχη Αταλάντης προβάλλει το «Incendies» και σας καλεί να σκεφτείτε. Η προβολή θα γίνει την Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου, στις 20:30, στην αίθουσα προβολών του Κωνσταντινείου Πνευματικού Κέντρου. Σας περιμένουμε!

Incendies

http://rurbanistique.files.wordpress.com/2011/03/incendies-greek-poster-final.jpgΟ πόλεμος δεν καταστρέφει μόνο όσους πολεμούν, ή τους αθώους που βρίσκονται στη μέση. Τα μεγαλύτερα θύματα ενός πολέμου είναι οι επόμενες γενιές, αυτοί που θα κληρονομήσουν την κατεστραμμένη γη, τα χαλάσματα των πόλεων, τις μνήμες και τις ενοχές αυτών που έζησαν την φρίκη. Είναι αυτές οι γενιές, οι γιοι και οι κόρες των στρατιωτών, των αμάχων θυμάτων, των πολιτικών που κινούν τα νήματα, των αδυνάτων που τους ακολούθησαν.Αυτές οι γενιές πρέπει να κουβαλήσουν το βάρος. Κι απ’όποια πλευρά και να είναι αυτές οι γενιές, το βάρος αποδεικνύεται δυσβάσταχτο.

Δύο δίδυμα αδέρφια, η Jeanne και ο Simon, παρεβρίσκονται στο άνοιγμα της διαθήκης της μητέρας τους. Η Nawal Marwan, μετανάστρια παλεστινιακής καταγωγής, μοιράζει στα παιδιά της τα υπάρχοντά της και, μαζί με τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, τους μοιράζει και ένα τρομερό μυστικό: ο πατέρας τους ζει, και υπάρχει ακόμα ένας αδερφός, χαμένος από καιρό. Ο Simon απομακρύνεται – ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με την μητέρα του και το μόνο που δεν θέλει είναι κι άλλα προβλήματα. Αντίθετα, η Jeanne θέλει να μάθει την αλήθεια. Ταξιδεύει στην Μέση Ανατολή με σκοπό να φωτίσει το παρελθόν της μητέρας της, να μάθει την αλήθεια για μια γυναίκα που τελικά ήταν μια άγνωστη. Η επιμονή της είναι τέτοια που δεν υπολογίζει το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσει όταν ανοιχτεί αυτό το κουτί της Πανδώρας, όταν τα φαντάσματα ξεθαφτούν, όταν μάθει τελικά μια αλήθεια που ίσως έπρεπε να αφήσει θαμμένη στη στάχτη του Παλεστινο-Ισραηλινού πολέμου.

Πολιτικός σκηνοθέτης, ως επί το πλείστον, ο Denis Villeneuve, τον έχουμε μάθει από το «Maelstrom» και το «Polytechnique», και έχουμε ήδη καρφωμένο το βλέμμα μας πάνω του. Αν και Καναδός, κουβαλάει πάνω του κάθε ψήγμα του Ευρωπαικού Κινηματογράφου με τον οποίο έχει μεγαλώσει: στιβαρότητα, αμεσότητα, ρεαλισμός. Στο «Incendies» δεν καταφευγει σε χολλυγουντιανά κόλπα εντυπωσιασμού ή politically correct δηλώσεις. Ο Αραβο-Ισραηλινός πόλεμος είναι σκληρός – όπως όλοι οι πόλεμοι άλλωστε – και εξίσου σκληρή είναι η ματιά του Neville. Η αλήθεια πονάει. Η πραγματικότητα πονάει. Ο φακός δεν λυπάται κανέναν. Έτσι πρέπει.
Στον ρόλο της Jeanne, η Mélissa Désormeaux-Poulin ερμηνεύει λιτά και με ρεαλισμό έναν, ούτως ή άλλως, απλό (όχι απλοϊκό) ρόλο. Παρά το πλούσιο βιογραφικό της, η νεαρή Γαλλοκαναδή πρώτη φορά καλείται να σηκώσει το βάρος μιας γυναίκας που έζησε όλη της την ζωή σε ένα ψέμα. Τα καταφέρνει θαυμάσια. Πολλές φορές είναι καλό να ζει κάποιος στην άγνοια του παρελθόντος, αλλά κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχτεί δίκοπο μαχαίρι. Τι κάνεις όταν το παρελθόν έρχεται σε σένα; Συνεχίζεις να ζεις στην ευλογημένη άγνοια, ή σηκώνεσαι και το αντιμετωπίζεις; Κι αν βρεις το θάρρος και το κάνεις, ποιές οι συνέπειες; Είσαι έτοιμος να τις υποστείς; Είσαι έτοιμος να πληρώσεις το τίμημα; Τέτοιου είδους ερωτήματα η Jeanne δεν έχει θέσει στον εαυτό της. Όταν τα θέτει, καταλαβαίνει ότι πρέπει να απαντηθούν. Αλλιώς δεν θα υπάρξει ποτέ η λύτρωση.
Στον αντίποδα, ο αδερφός της Simon ερμηνευεται συνεσταλμένα από τον Maxim Gaudette. Έχει ξανασυνεργαστεί με τον Villeneuve και βλέπεις την άνεση με την οποία καλείται να χειριστεί τον ρόλο.Αν και δίδυμος αδερφός της Jeanne, ο Simon επιλέγει τον απλό δρόμο: αυτόν της άγνοιας. Ίσως είναι φόβος αυτός που τον ωθεί σε αυτή την απόφαση, ίσως είναι αδυναμία χαρακτήρα. Ποιός ξέρει; Τελικά,μπορεί και να μην έχει σημασία. Σημασία έχει ότι και αυτός, όπως και η αδερφή του, θα έρθει αντιμέτωπος με ένα παρελθόν που αναπόφευκτα θα τον επηρρεάσει ανεπανόρθωτα.
Αληθινή αποκάλυψη η Lubna Azabal, στον ρόλο της Nawal Marwan. Με μια θλιμμένη ομορφιά διάχυτη σε κάθε πλάνο, ο πόνος και το βάρος της καταστροφής δύο λαών είναι ολοφάνερα στο βλέμμα της. Μια γυναίκα που πρέπει να επιβιώσει, μια μητέρα που πρέπει να προστατέψει τα παιδιά της, όχι μονο από το χάος γύρω τους, αλλά και από το ίδιο τους το παρελθόν. Υπο το βάρος των λαθών και των αδυναμιών της, δεν μπορούμε να την κατακρίνουμε. Ο Γολγοθάς είναι όλος δικός της για να τον ανεβεί. Τα παιδιά της δεν έχουν καμία ευθύνη.

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, ο ΟΗΕ αναγνώρισε την Παλαιστίνη σαν κράτος- παρατηρητή (ένα βήμα πριν την αναγνώριση ως ανεξάρτητο κράτος). Οι αντιδράσεις είναι άμεσες και είναι φανερό το που θα οδηγήσουν. Ένας νέος κύκλος αίματος προβλέπεται να αρχίσει, νέα θύματα θα προστεθούν στους ήδη υπερπλήρεις καταλόγους, νέες έριδες θα δημιουργηθούν, παλιά μίση θα ξαναβγούν στην επιφάνεια. Όλα αυτά, σαν ξερόκλαδα, θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν την φωτιά ενός από τους πιο ηλίθιους πολέμους που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα. Σε μια τέτοια συγκυρία, μια ταινία σαν το «Incendies» είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Το μύνημά της δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο: και οι δυο πλευρές έχουν ευθύνες, και οι δυο πλευρές έχουν κάνει εγκλήματα. Σε έναν πόλεμο που δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, αθώοι και ένοχοι, τα μεγαλύτερα θύματα είναι αυτοί που θα αναγκαστούν να κουβαλήσουν στους ώμους τους μια Ιστορία που δεν τους ανήκει.

Προβολή : Σχετικά Με Τον Σμιντ – About Schmidt

Καθήστε αναπαυτικά στις θέσεις σας και απολαύστε το «About Schmidt» παρέα με φίλους και αγαπημένους! Η Κινηματογραφική Λέσχη Αταλάντης προβάλλει μια από τις απολαυστικότερες ταινίες της περασμένης δεκαετίας, την Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου 2012, στην αίθουσα προβολών του Κωνσταντινείου Πνευματικού Κέντρου. Η προβολή αρχίζει στις 20:30. Σας περιμένουμε!

About Schmidt

Ο Thoreau κάποτε είχε πει : «Οι μάζες των ανθρώπων ζουν ήσυχες ζωές σιωπηλής απελπισίας». Προχωράμε με ρυθμό χελώνας, προς ένα μέλλον το οποίο, όσο και να προσπαθούμε να καθυποτάξουμε, τόσο αβέβαιο αποδεικνύεται. Λεπτό το λεπτό, ώρα την ώρα, βήμα το βήμα, ζούμε τις ζωούλες μας, ο καθένας σε διαφορετικό βαθμό, ωσπου να φτάσουμε στην έξοδο. «Όλοι αποβιβαστείτε!», φωνάζει ο ελεγκτής, χτυπώντας το καμπανάκι του και, αναπόφευκτα, υπακούμε. Μέσα στο τρένο, όλα καλά. Θαυμάζουμε την θέα απο το παράθυρο, καθώς οι στιγμές της ζωής μας περνούν με ταχύτητα, απολαμβάνουμε το καφεδάκι μας – ή εκείνη την αμαρτωλή γουλιά κονιάκ από το φλασκι που κρύβουμε επιμελώς στην μέσα τσέπη του παλτού μας, ανάλογα με το τι είδους άνθρωποι είμαστε – , οι πιο τυχεροί έχουν και έναν φίλο απέναντι να ανταλλάξουν μια κουβέντα, οι λιγότερο τυχεροί απλώς λαγοκοιμούνται στην κουκέτα τους. Το τρένο όμως θα φτάσει στον σταθμό, ο ελεγκτής θα φωνάξει «όλοι αποβιβαστείτε», το τρένο θα σταματήσει. Βαλίτσες στο χέρι, αποσκευές, ο μπόγος του φτωχού στην πλάτη. Ώρα να κατεβούμε για να επιβιβαστούν οι επόμενοι.

Ένας από τους επιβάτες αυτούς είναι και ο κύριος Schmidt. Η περιπέτειά του αρχίζει λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα της τελευταίας του μέρας στη δουλειά, της μέρας συνταξιοδότησής του. Στο πάρτυ αποχαιρετισμού, όλοι είναι εκεί: φίλοι και συνεργάτες που μετρούν δεκαετίες μαζί, διευθυντές, προϊστάμενοι, ο νεαρός χρηματιστής που θα τον αντικαταστήσει. Δίπλα του κάθεται η γυναίκα του επι σαραντα δύο ολόκληρα χρόνια, η Helen, η «Helen του». Καθώς ακούει τα εγκάρδια λόγια και τις ευχαριστίες όσων παρευρίσκονται, σκέφτεται ότι η «Helen του»  έχει μετατραπεί σε «εκείνη την γριά που μένει σπίτι του», ότι θέλει να στραγγαλίσει τον νεαρό που θα τον διαδεχθεί, ότι όλη του η ζωή είναι τόσο άνοστη και πληκτική, όσο και τα νερόβραστα μπρόκολα που του σερβίρουν στο δείπνο. Τι θα φέρει η επόμενη μέρα; Πως θα σηκωθεί από το κρεβάτι, ξέροντας ότι δεν χρειάζεται να πάει στην δουλειά του, ότι κανείς πια δεν θα ζητήσει τις συμβουλές του, ότι έχει είκοσι τέσσερις ολόκληρες ώρες να γεμίσει, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα πως;

Ο Alexander Payne μας είναι γνωστός. Τρία χρόνια μετά το «Election»  που τράβηξε τα βλέμματα του κόσμου πάνω του και δύο χρόνια πριν το «Sideways» που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο πολύπλευρους και ταλαντούχους σκηνοθέτες της γενιάς του, μας δίνει ένα οδοιπορικό με πολλές γεύσεις: ένα ταξίδι στο μυαλό ενός ανθρώπου που η ζωή του κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, και ένα ταξίδι στην πολύχρωμη ιδιοσυγκρασία της Αμερικής. Τα δύο συνεννοούνται απόλυτα αρμονικά. Το ταξίδι του κυρίου Schmidt από την Omaha στο Denver είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, είναι ένα ταξίδι τόσο εσωτερικό όσο και εξωτερικό, η αναζήτηση για νόημα ενός ανθρώπου χωρίς εφόδια και χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο να προσφέρει. Το πικρόχωλο και νωχελικό χιούμορ του Payne χρωματίζει κάθε σκηνή αυτού του ταξιδιού, βοηθούμενο από το σενάριο του ίδιου το οποίο, πραγματικά, σπάει κόκκαλα. Αν μη τι άλλο, καταλαβαίνουμε ολοκάθαρα ότι ο Payne πραγματικά έχει κάτι να πει, και το λέει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Κάποιος είχε πει ότι, αν ο Διάβολος είχε πρόσωπο, αυτό θα ήταν του Jack Nicholson. Από το 1958 και την πρώτη του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη μέχρι σήμερα, έχουν περάσει δεκαετίες αξιομνημόνευτων ρόλων και σωρεία βραβείων και διακρίσεων. Με δώδεκα, παρακαλώ, υποψηφιότητες στα Όσκαρ και τρεις νίκες, ο Jack Nicholson είναι ένας ηθοποιός που δεν τον αγνοείς. Ένας χαμαιλέοντας της υποκριτικής, άλλοτε τρελός, άλλοτε δυναμικός, μονόχνωτος ή μισάνθρωπος, γκαφατζής ή ζεν πρεμιέ και, μερικές φορές, απλώς κάθαρμα, δεν υπάρχει ρόλος που να μην έχει υποδυθεί. Πάντοτε όμως μένει στον νου η περσόνα του, η έντασή του, εκείνο το βλέμμα που, αν πέσει πάνω σου, ξέρεις ότι δεν πρόκειται να ξεμπερδέψεις εύκολα.
Ως κύριος Schmidt, η ερμηνεία του είναι γροθιά στο στομάχι. Δεν είναι ο Nicholson που ξέρουμε και που αγαπάμε να μισούμε. Ο κύριος Schmidt είναι γλυκύτατος, τόσο χαμηλών τόνων που μόλις και μετα βίας τον προσέχεις, είναι ένας οικογενειάρχης, ένας από το σωρό. Ένας απλός άνθρωπος. Αναποδογυρίζοντας εντελώς την προσωπικότητα που έχει χτίσει επί χρόνια και αποτινάζωντας κάθε τι γνώριμο από πάνω του, ο Nicholson μας δίνει την πιο μεστή, πιο σοβαρή και πιο ώριμη ερμηνεία της καριέρας του. Και, κατά την γνώμη μου, χιλιόμετρα καλύτερη από την ερμηνεία στο «As Good As It Gets» που το 1997 του είχε χαρίσει το αγαλματάκι.
Δίπλα του, άλλη μια παρουσία που δεν αγνοείται με τίποτα. Kathy Bates και αυτό τα λέει όλα. Είναι η ηθοποιός που έκανε την διαφορά στον ερμηνευτικό Καιάδα του «Τιτανικού» όταν ανάμεσα σε χαρακτήρες κόντρα-πλακέ, έβγαζε έναν αβανταδόρικο ρόλο με την ίδια ευκολία με την οποία ανέπνεε. Είναι η ηθοποιός που στοιχείωσε για πάντα τους χειρότερους εφιάλτες μας ως «number-one fan» του δύσμοιρου James Caan στο «Misery«. Εδώ είναι η μελλοντική συμπεθέρα του κυρίου Schmidt, η μητέρα του Randall, που σε λίγο θα παντρευτεί την μοναχοκόρη του. Ένα άξεστο βλαχαδερό που το παίζει μεταμοντέρνα μητέρα, η αρχηγός μιας δυσλειτουργικής φαμίλιας της οποίας το συνολικό IQ δεν ακουμπάει τριψήφιο νούμερο. Θέλει κότσια ένας τέτοιος ρόλος, κότσια και θράσος. Και η μεγάλη Kathy Bates αποδεικνύει περίτρανα ότι της περισσεύουν και τα δύο.

Τι χρειάζεται λοιπόν μια ταινία για να είναι επιτυχημένη; Σκηνοθέτης, ηθοποιοί, σενάριο και ιστορία. Το «About Schmidt» τα έχει όλα και με το παραπάνω. Έχει έναν από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες της γενιάς του, έχει δύο πρωταγωνιστές-οδοστρωτήρες, έχει ένα σενάριο με κάθε του ατάκα αξέχαστη και έχει και μια ιστορία που ακουμπάει τον καθέναν μας, που θα μπορούσε να ζήσει ο καθένας μας και που θα μπορούσε να αγαπήσει ο καθένας μας. Χρειάζεται κάτι άλλο για να την απολαύσουμε;

Προβολή : The Road – Ο Δρόμος

Η Κινηματογραφική Λέσχη Αταλάντης σας περιμένει σε ένα ταξίδι επιβίωσης, με την προβολή της ταινίας «Ο Δρόμος». Στις 19 Νοεμβρίου, 20:30 το βράδυ, στην αίθουσα προβολών του Κωνσταντινείου Πνευματικού Κέντρου, ας δούμε όλοι μαζί πως, ακόμα και στο τέλος του κόσμου, μπορεί να υπάρξει μια αμυδρή ακτίνα ελπίδας.

The Road

https://i0.wp.com/content9.flixster.com/movie/10/92/37/10923731_det.jpgΑνάμεσα στις εκατομμύρια σκέψεις που θα κάνουμε μέσα στην ημέρα, και ανάμεσα στα αμέτρητα δισεκατομμύρια σκέψεις που θα κάνουμε στην διάρκεια της ζωής μας, ίσως η τρομακτικότερη είναι η σκέψη του τέλους μας. Υπάρχει  κάτι το ισοπεδωτικό στο να σκέφτεσαι ότι, κάποια στιγμή, όλα όσα ήξερες και όλα όσα γνώρισες, θα τελειώσουν. Κάποια στιγμή, όλοι θα ρίξουμε μια τελευταία ματιά, θα πάρουμε μια τελευταία ανάσα, και θα σταματήσουμε. Κι όταν το συνειδητοποιείς αυτό, όταν καταλαβαίνεις το αναπόφευκτό του, γίνεται ακόμα πιο τρομακτικό, πιο ισοπεδωτικό. Διάφορες θρησκείες επινοήθηκαν για να κατευνάσουν αυτό τον τρόμο, με την ιδέα της μετα θάνατον ζωής. Κάποιοι βρήκαν τον Παράδεισο, άλλοι την Βαλχάλλα, μερικοί τους Ευτυχισμένους Κυνηγότοπους, κάποιοι άλλοι την Νιρβάνα. Άσχετα με το ποιός απ’όλους έχει δίκιο, το μύνημα είναι ένα και το αυτό: η ζωή συνεχίζεται.
Με το Τέλος καταπιάνεται η ταινία «Ο Δρόμος», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Cormack McCarthy, ίσως ό,τι πιο μελαγχολικό έχει βγεί από την πένα του. Το Τέλος όμως δεν είναι ενός ανθρώπου αλλά ολόκληρου κόσμου: της ζωής στην Γη, του ανθρωπινου είδους και του πολιτισμού του. Δεν είμαστε ακόμα εκεί. Το ανθρώπινο είδος δεν έχει πεθάνει ακόμα. Αλλά παίρνει τις τελευταίες του ανάσες.

Στο επίκεντρο, ο Πατερας και το Παιδί. Ο κόσμος αργοπεθαίνει, χτυπημένος από μια καταστροφή που δεν κατονομάζεται. Τίποτε ζωντανό δεν έχει απομείνει, μόνο λιγοστοί άνθρωποι που προσπαθούν να επιβιώσουν πεισματικά. Κάθε έννοια πολιτισμού έχει εξαφανιστεί προ πολλού, Κράτος και Νόμος αποτελούν πια μακρινές αναμνησεις. Σ’αυτόν τον κόσμο, ο Πατέρας και το Αγόρι προσπαθούν να φτάσουν στις νότιες ακτές των ΗΠΑ, εκεί που ο χειμώνας είναι ηπιότερος και οι άνθρωποι – όπως ελπίζουν – δεν είναι εχθρικοί ο ένας απέναντι στον άλλον.

Θα μπορούσε να είναι άλλο ένα Χολλυγουντιανό υπερθέαμα, από αυτά που βγαίνουν για να φέρουν ποταμούς δολλαρίων στα ταμία – ή να αποτύχουν παταγωδώς – αλλά, όταν πρόκειται για υλικό του McCarthy, τίποτα δεν είναι τόσο απλό. Ο βιντεοκλιπάς (ως επι το πλείστον) John Hillcoat κατανοεί απόλυτα το πρωτότυπο και κινείται απλά, άμεσα και με σεβασμό. Τον βοηθά εξάλλου και η εμπειρία του στην μουσική – INXS, Siouxsie And The Banshees, Placebo, Nick Cane And The Bad Seeds είναι μερικά από τα μουσικά ονόματα που έχουν περάσει μπροστά από τον φακό τους και η μελαγχολία που αποδίδει η μουσική τους είναι κομμένη και ραμμένη για τις θεματικές του «Δρόμου». Μπορεί η παραγωγή να «μυρίζει» Χόλλυγουντ, αλλά η σκηνοθεσία του Hillcoat κάθε άλλο. Κι ευτυχώς.
Στο πρωταγωνιστικό τρίο, πρώτος και τρανταχτός ο Viggo Mortensen. Από την πρώτη του εμφάνιση στον «Μάρτυρα Εγκλήματος» του Peter Weir πολύ νερό έχει κυλήσει στο κινηματογραφικό αυλάκι και πολλά ονόματα έχουν μπει στο βιογραφικό του, μερικά από τα οποία καλύτερα να ξεχαστούν («Α Perfect Murder»,»G.I.Jane») ενώ για άλλα μπορεί να αισθάνεται ασφαλής («Υπόθεση Καρλίτο»). Έπρεπε να φτάσουμε στο 2001 για να γίνει ο Viggo Mortensen αυτό που ονομάζεται «πρώτο όνομα», καθώς η συμμετοχή του ως Aragorn στην επική τριλογία του Peter Jackson «Ο Αρχοντας Των Δαχτυλιδιών» του έφερε αναγνώριση, φήμη και έβαλε το όνομά του ψηλά σε μια πολύ μικρή λίστα ηθοποιών που άξιζαν το βάρος τους σε χρυσάφι. Κι εκεί που κανείς θα περίμενε άλλο ένα όμορφο πρόσωπο προορισμένο για υψηλά κασέ, γιγαντοαφίσες και πρωτοσέλιδα σε ταμπλόιντ, ο Mortensen δεν πέφτει στην παγίδα του star system. Έρχεται πρώτα το «A History Of Violence» να μας προϊδεάσει για το ταλέντο του και κατόπιν η ανατριχιαστική του ερμηνεία στο «Eastern Promises» να παγιώσει την αξία του και ως ηθοποιός. Στο «The Road» πια είμαστε σίγουροι: ο Viggo Mortensen είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Γενικά μου αρέσουν οι ηθοποιοί που δεν διστάζουν να τσαλακωθούν και να λερωθούν, κι εδώ πετυχαίνει απόλυτα. Ο Άντρας, ένας καταρρακωμένος άνθρωπος, μια σκιά του προηγούμενου εαυτού του, αδύναμος και αδύνατος, προσπαθεί να επιβιώσει, να κερδίσει λίγο χρόνο ακόμη σε έναν κόσμο που δεν έχει και δεν δίνει καμιά ελπίδα. Τα φαντάσματά του τον στοιχειώνουν σε κάθε βήμα, η απώλεια (της γυναίκας του, της ανθρωπιάς του, του κόσμου που έχτισε και της ελπίδας κάτι καινούριου) φαίνονται καθαρά στο πρόσωπό του: ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα και δεν πρόκειται να τα ξαναβρεί. Το Αγόρι, ο γιός του, είναι το μόνο του αποκούμπι. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια Οσκαρική ερμηνεία, αν την ίδια χρονιά δεν τύχαιναν αντίπαλοι σαν τον Sean Penn και τον Richard Jenkins.
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για την Charlize Theron. Από την εποχή που έκοβε ανάσες ως μοντέλο στην διαφήμηση του Bacardi, έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να κόψει ανάσες – και λαιμούς – στο «Monster» του 2003, τσαλακώνοντας την αιθέρια εικόνα της και κερδίζοντας το πολυπόθητο αγαλματάκι. Ακολούθησαν πολλές ταινίες, άλλες κακές, άλλες καλές, και, στο «The Road» είναι η Γυναίκα. Η σύζυγος του Viggo Mortensen, έτσι όπως την γνωρίζουμε μέσα από τις αναδρομές σε μια καλύτερη εποχή, χάνει τα παντα κι αυτή. Μόνο που, αντίθετα από τον σύζυγό της, χάνει και την διάθεση για ζωή. Σε κάποια στιγμή εγκαταλείπει – τον άντρα της, το παιδί της, ό,τι απέμεινε από τον κόσμο. Δεν ξέρουμε ξεκάθαρα τι απέγινε αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι βλέπουμε την πτώση ενός ανθρώπου, καθώς εξαφανίζεται σιγά σιγά στο τίποτα.
Το Παιδί είναι ο Kodi Smit-McPhee. Πρώτη του κινηματογραφική παρουσία στον  «Δρόμο» και θα ακολουθήσει, δύο χρόνια μετά, το remake του «Let The Right One In«. Έχει πολύ δρόμο ακόμη μπροστά του ο νεαρός Kodi, κι ευτυχώς γιαυτόν και για μας που τον αρχίζει με μια τέτοια ερμηνεία. Ένα παιδί χαμένο και μπερδεμένο, ανάμεσα στην αφέλεια της ηλικίας του και στην σκληρή πραγματικότητα, εξαρτάται ολοκληρωτικά από έναν άνθρωπο που δεν ξέρει τι ακριβώς να κάνει. Σ’ενα τέτοιο περιβάλλον δεν έχει νόημα να μάθει και να αναπτυχθεί – πρέπει να ωριμάσει απότομα, αλλιώς δεν θα επιβιώσει. Το σύντομο παρελθόν του χάνεται στην ασάφεια (η μητέρα του παραμένει περισσότερο μια αίσθηση παρά μια σαφής ανάμνηση), το παρόν του προσφέρει σαν μόνο εφόδιο την τύχη, και έτσι προχωράει σε ένα μέλλον αβέβαιο και, χωρίς να το ξέρει, αναπόφευκτο. Το τέλος διατηρεί την ελπίδα, αλλά κάτι μας λέει ότι αυτή η φλόγα είναι αδύναμη και δεν θα διαρκέσει.

Ένα ταξίδι επιβίωσης, λοιπόν, ο «Δρόμος» είναι ένα μικρό αριστούργημα που, μπορεί να φαίνεται απαισιόδοξο στην αρχή, αλλά πίσω από την σκόνη και την στάχτη ενός πλανήτη που αργοπεθαίνει, αχνοφαίνεται λίγο φως. Για τον ήρωα και το παιδί του δεν έχει και πολλή σημασία. Σημασία έχει να μην σβύσει η φλόγα, η σπίθα της ζωής. Κοιτάμε προς τις αμυδρές ακτίνες πίσω από τα σύννεφα με μακάριο βλέμμα, σοφότεροι από πριν, και ίσως λίγο πιο δυνατοί. Για μας μπορεί να μην υπάρχει ελπίδα, μπορεί να ήρθε το τέλος. Για τον κόσμο όμως, για την ζωή, ένα μικρό λουλουδάκι που ανθίζει ανάμεσα στα ξερόκλαδα και στα καπνισμένα ερείπια, μας φέρνει το χαμόγελο και την γνώση ότι, τελικά, όλα θα πάνε καλά.

Προβολή : Μεσοτοιχίες – Medianeras

Μια μικρή, προσωπική ταινία, το «Medianeras» λειτουργεί σαν καθρέφτης της αστικής ζωής, μέσα από τον οποίο ο καθένας μπορεί να βρει κάτι από τον εαυτό του. Η Κινηματογραφική Λέσχη Αταλάντης σας καλεί να την παρακολουθήσουμε μαζί, την Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου, στις 20:30 το βράδυ, στην αίθουσα προβολών του Κωνσταντινείου Πνευματικού Κέντρου

Medianeras

«So Close Yet So Far» μας τραγουδάει ο Elvis Prisley, από το άλμπουμ του «Harum Scarum» του 1965, και είναι εκπληκτικό πως μια και μόνη φράση μπορεί να συνοψίσει την ζωή σε μια μεγαλούπολη. Ποτέ άλλοτε και πουθενά αλλού οι ζωές των ανθρώπων δεν ήταν και δεν είναι τόσο απομακρυσμένες.  Οι στέγες βρίσκονται η μία δίπλα στην άλλη, οι πόρτα μας αντικρύζει την πόρτα του γείτονα, τα μπαλκόνια αγγίζονται. Πως έφτασαν οι άνθρωποι να είναι τόσο απόμακροι; Μια τόσο απλή κίνηση όσο το να πεις μια «καλημέρα», είναι σπάνια εως αδύνατη. Δεν μιλάμε ο ένας στον άλλον, δεν ξέρουμε τίποτε ο ένας για τον άλλον, δεν ρωτάμε ο ένας για τον άλλο. Φαίνεται ότι όσο περισσότεροι οι άνθρωποι, τόσο μεγαλύτερη η μοναξιά τους. Είναι κι αυτό μια από τις αντιφάσεις του είδους μας και όποιος προσπαθεί ή ονειρεύεται κάτι διαφορετικό, αντιμετωπίζεται ως αθεράπευτα ρομαντικός. Και το τραγικότερο αυτής της αποξένωσης; Όλοι ονειρευόμαστε κάτι που θα μας αλλάξει την ζωή, όλοι ελπίζουμε σε κάτι που θα μας δώσει έναν στόχο, όλοι μας ευχόμαστε να συμβεί κάτι που θα μας κάνει να αντιμετωπίσουμε με αισιοδοξία την επόμενη μέρα. Σ’αυτή την καθημερινότητα, σ’αυτή την μοναξιά, όλοι μας είμαστε τυφλοί, και δεν βλέπουμε ότι αυτό το κάτι βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας.

Μπουένος Άιρες, Αργεντινή. Σήμερα. Ο Μάρτιν προσπαθεί να συμμαζέψει τον εαυτό του μετά από έναν οδυνηρό χωρισμό. Μόνη του συντροφιά, ένα μικρό σκυλάκι, ενθύμιο της χαμένης του αγάπης.
Ακριβώς απέναντί του, μένει η Μαριάννα. Απόφοιτος αρχιτεκτονικής, κερδίζει τα προς το ζειν σχεδιάζοντας βιτρίνες καταστημάτων. Τσακισμένη κι αυτή ψυχολογικα, προσπαθεί να συνεχίσει την ζωή της.
Ζουν και οι δυο στο ίδιο συγκρότημα πολυκατοικιών.Συχνάζουν στα ίδια μέρη, ψωνίζουν στα ίδια καταστήματα, περνούν τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο τους στην ίδια δημοτική πισίνα. Στον δρόμο, προσπερνούν ο ένας τον άλλο χωρίς να ανταλλάξουν μια κουβέντα, ένα βλέμμα ή ένα χαμόγελο. Δεν ξέρουν τίποτε ο ένας για τον άλλον. Με φόντο την μεγαλούπολη και τα εκατομμύρια των άλλων ανθρώπων, και μέσα απο εναν έρωτα που περιμένει να γεννηθεί, ο Μάρτιν και η Μαριάννα είναι δύο ξένοι προορισμένοι να αλλάξουν ο ένας την ζωή του άλλου με τρόπο καθοριστικό και αμετάκλητο.

Η Λατινική Αμερική μας έχει συνηθίσει στην θλιμμένη λυρικότητα της μεγαλούπολης, κι αυτό φαίνεται σε κάθε μορφή τέχνης, από την ζωγραφική και την λογοτεχνία, ως τον κινηματογράφο. Μας έρχονται στο νου εικονες από Gabriel Garcia Marquez και Pablo Neruda και ο αργεντίνος Gustavo Taretto τιμά στο έπακρο την παράδοση του πολιτισμού στον οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Στο «Medianeras» αναπτύσσει την μικρού μήκους ομώνυμη ταινια του 2005 σε μια θαυμάσια τοιχογραφία του Μπουένος Άιρες, της καθημερινότητάς, του χρώματος και του ρυθμού της μεγαλούπολης. Μέσα από τις ζωές των δυο πρωταγωνιστών, εμφανίζεται μια Αργεντινή οικεία, καθημερινή, τόσο μακρινή και όμως τόσο κοντινή στον καθέναν μας, ακριβώς όπως οι ζωές του Μάρτιν και της Μαριάννας βρίσκονται και εξελισσονται η μια δίπλα στην άλλη και η μια τόσο μακριά από την άλλη.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, οι νεαροί Javier Drolas και Pilar Lopez de Ayala (την είχαμε προσέξει στο «Alatriste» δίπλα στον Viggo Mortensen) σχηματίζουν ένα όμορφο και γλυκύτατο δίδυμο στο οποίο αναγνωρίζουμε, τόσο τον εαυτό μας όσο και τον διπλανό μας. Οι ερμηνείες τους δεν είναι υπερβολικές και δεν περιορίζονται από τις επιταγές της ερμηνευτικής τέχνης: θα νόμιζε κανείς ότι παρακολουθεί τις ζωές δύο συνηθισμένων, καθημερινών ανθρώπων, και η αλήθεια τους είναι αυτό που συγκινεί και αγγίζει.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στην φωτογραφία του Leandro Martinez , ο φακός του οποίου ζωγραφίζει ένα ζωντανό αστικό κέντρο, γεμάτο χαρακτήρες, πρόσωπα, αισθήματα. Βλέπουμε τις ζωές των καθημερινών ανθρώπων, τις σκέψεις τους και τις επιθυμίες τους, τον ζωντανό ιστό ανάμεσα στα τσιμεντένια κτήρια και καταλάβαίνουμε οτι, μέσα στην μοναξιά μας, ζούμε όλοι μαζί.

Ίσως κι αυτό να είναι το νόημα και το μύνημα αυτής της μικρής, προσωπικής και αληθινής ταινίας. Το «Medianeras» αποπνέει Λατινική Αμερική του σήμερα σε κάθε του πλάνο, αποπνέει αυτή την θλιμμένη γλυκύτητα που ύμνησαν τα μεγάλα ονόματα του Λατινοαμερικάνικου Ρεαλισμού, την λυρικότητα της μοναξιάς και την ελπίδα που απορρέει μέσα από το χαμόγελο που τολμάμε να δώσουμε σε κάποιον που δεν ξέρουμε.

Προβολή : Chico & Rita

Μια ιστορία αγάπης, πάθους, έρωτα, πόνου και θλίψης. Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα, ντυμένα με την άφταστη μουσική των ιερών γιγάντων της jazz, σκηνοθετημένα από τον βραβευμένο με Οσκαρ Fernando Trueba και σχεδιασμένα από το μαγικό πενάκι του Javier Mariscal. Η Κινηματογραφική Λέσχη Αταλάντης σας περιμένει να απολαύσουμε μαζί το «Chico & Rita» στην αίθουσα προβολών του Κωνσταντίνειου Πνευματικού Κέντρου, την Δευτέρα, 5 Νοεμβρίου, στις 20:00 το βράδυ.

Chico & Rita

Μουσική και Κινηματογράφος: άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους, δύο μορφές Τέχνης αναπόφευκτα ενωμένες σε μια σχέση αγάπης και μίσους, αντιπαλότητας και συνεργασίας, ένας γάμος γεμάτος αντιθέσεις που καθόρισε, καθορίζει και θα συνεχίζει να καθορίζει τον πολιτισμό ως έννοια και ουσία. Η εικόνα δεν υπάρχει χωρίς τον ήχο, ο ήχος είναι κενός χωρίς την εικόνα.Από την εποχή των πρώτων κινούμενων εικόνων στο τέλος του 19ου αιώνα, μέχρι τις μέρες μας. Πρώτα, τώρα και στο μέλλον. Για πάντα.

Βρισκόμαστε στην Κούβα του σήμερα. Αβάνα. Ο Chico, ένας γηραιός λούστρος, τελειώνει άλλη μια μέρα δουλειάς και ανεβαίνει στο φτωχικό του διαμέρισμα. Το ραδιόφωνο παίζει βραχνά μια έκδοση του «Bésame Mucho«, κάπου εξήντα χρόνια πριν. Ο Chico ανάβει τσιγάρο και αρχίζει να παρακολουθεί την ζωντανή πόλη από τις γρίλιες του παραθύρου του. Το κομμάτι είναι δικό του. Τραγουδάει η Rita. Η αγάπη της ζωής του, η μοναδική γυναίκα που τον αγάπησε. Φυσάει τον καπνό του και επιστρέφει τότε, στην Κούβα του 1948, στην Κούβα του.

Οι Κουβανοί έχουν μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με την μουσική, όπως όλοι οι λατινοαμερικάνοι άλλωστε. Ο Οσκαρικός Fernando Trueba έχει την μουσική στο αίμα του και την έχει ζήσει στο πετσί του, μια και, εκτός από σκηνοθέτης, είναι και μουσικός παραγωγός. Στο «Chico & Rita» ενώνει τις δύο του αγάπες και το αποτέλεσμα αγγίζει το τέλειο. Μια πανέμορφη ιστορία αγάπης, πάθους, πόνου και μίσους, απώλειας και λύτρωσης μέσα από την ελπίδα. Το «Chico & Rita» δεν είναι ένα μελόδραμα αλλά μια ελεγεία. Ποίηση στις ανθρώπινες σχέσεις, στις αναμνήσεις, στα δύο μισά που ενώνονται για να σχηματίσουν ένα σύνολο, στον σπαραγμό που ακολουθεί όταν αυτά τα δύο μισά χωρίζουν από τον χρόνο. Ο Chico είναι μόνος και ο φακός του Trueba αποτυπώνει την μοναξιά του χωρίς δισταγμό και περιστροφές: είναι εδώ μπροστά μας, και πρέπει να την αντιμετωπίσουμε.
Η μουσική είναι ο λόγος του Trueba και το σκίτσο είναι το μέσο. Το πενάκι του Javier Mariscal είναι έντονο και σαφές, και καταφέρνει να αποτυπώσει την μουντή ατμόσφαιρα της Αβάνας του μεσα από τον πολύχρωμο ρομαντισμό της Λατινικής Αμερικής. Είναι ένα σχέδιο-φόρος τιμής στην jazz, στην μουσική των καπνισμένων club και στην επαναστατικότητά της, στην μυρωδιά του πούρου και στην φωτιά του παράνομου αλκοολ. Ο Mariscal σχεδιάζει με πάθος, με το ίδιο πάθος που ο Chico κάνει έρωτα στην Rita. Στην Rita του.
Μουσική…Κάθε νότα, κάθε riff του soundtrack ξεχειλίζει από την ιδιοφυϊα των δημιουργών που καθόρισαν τα μουσικά δρώμενα στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Κάθε όνομα φέρνει ανατριχίλα στο άκουσμά του: Thelonious Monk, Cole Porter, Dizzy Gillespie, Freddy Cole. Ονόματα και καλλιτέχνες που έγραψαν ιστορία, και συνεχίζουν να γράφουν. Συντονιστής αυτής της άφταστης συνεργασίας, ο κορυφαίος Bebo Valdés.

Λίγα λόγια και ξεκάθαρα για το «Chico & Rita» – η φλυαρία δεν ταιριάζει εδώ. Είναι η μουσική που μιλάει, είναι η εικόνα που απαγγέλλει, είναι το πάθος, ο έρωτας, η απώλεια και η θλίψη που μας αγγίζουν. Είναι το σφιχταγκάλιασμα των δύο μορφών Τέχνης, της Μουσικής και του Κινηματογράφου, το σφιχταγκάλιασμα του Chico και της Rita, το πάθος τους, ο έρωτάς τους, ο πόνος και η θλίψη τους, πίσω από τον καπνό του μισοκαπνισμένου πούρου, της μυρωδιάς του παράνομου αλκοόλ, της βραχνιασμένης τρομπέτας του Dizzy Gillespie, πίσω από την μαγεία της jazz.