15 Νοεμβρίου, 2012
από geysser
Ανάμεσα στις εκατομμύρια σκέψεις που θα κάνουμε μέσα στην ημέρα, και ανάμεσα στα αμέτρητα δισεκατομμύρια σκέψεις που θα κάνουμε στην διάρκεια της ζωής μας, ίσως η τρομακτικότερη είναι η σκέψη του τέλους μας. Υπάρχει κάτι το ισοπεδωτικό στο να σκέφτεσαι ότι, κάποια στιγμή, όλα όσα ήξερες και όλα όσα γνώρισες, θα τελειώσουν. Κάποια στιγμή, όλοι θα ρίξουμε μια τελευταία ματιά, θα πάρουμε μια τελευταία ανάσα, και θα σταματήσουμε. Κι όταν το συνειδητοποιείς αυτό, όταν καταλαβαίνεις το αναπόφευκτό του, γίνεται ακόμα πιο τρομακτικό, πιο ισοπεδωτικό. Διάφορες θρησκείες επινοήθηκαν για να κατευνάσουν αυτό τον τρόμο, με την ιδέα της μετα θάνατον ζωής. Κάποιοι βρήκαν τον Παράδεισο, άλλοι την Βαλχάλλα, μερικοί τους Ευτυχισμένους Κυνηγότοπους, κάποιοι άλλοι την Νιρβάνα. Άσχετα με το ποιός απ’όλους έχει δίκιο, το μύνημα είναι ένα και το αυτό: η ζωή συνεχίζεται.
Με το Τέλος καταπιάνεται η ταινία «Ο Δρόμος», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Cormack McCarthy, ίσως ό,τι πιο μελαγχολικό έχει βγεί από την πένα του. Το Τέλος όμως δεν είναι ενός ανθρώπου αλλά ολόκληρου κόσμου: της ζωής στην Γη, του ανθρωπινου είδους και του πολιτισμού του. Δεν είμαστε ακόμα εκεί. Το ανθρώπινο είδος δεν έχει πεθάνει ακόμα. Αλλά παίρνει τις τελευταίες του ανάσες.
Στο επίκεντρο, ο Πατερας και το Παιδί. Ο κόσμος αργοπεθαίνει, χτυπημένος από μια καταστροφή που δεν κατονομάζεται. Τίποτε ζωντανό δεν έχει απομείνει, μόνο λιγοστοί άνθρωποι που προσπαθούν να επιβιώσουν πεισματικά. Κάθε έννοια πολιτισμού έχει εξαφανιστεί προ πολλού, Κράτος και Νόμος αποτελούν πια μακρινές αναμνησεις. Σ’αυτόν τον κόσμο, ο Πατέρας και το Αγόρι προσπαθούν να φτάσουν στις νότιες ακτές των ΗΠΑ, εκεί που ο χειμώνας είναι ηπιότερος και οι άνθρωποι – όπως ελπίζουν – δεν είναι εχθρικοί ο ένας απέναντι στον άλλον.
Θα μπορούσε να είναι άλλο ένα Χολλυγουντιανό υπερθέαμα, από αυτά που βγαίνουν για να φέρουν ποταμούς δολλαρίων στα ταμία – ή να αποτύχουν παταγωδώς – αλλά, όταν πρόκειται για υλικό του McCarthy, τίποτα δεν είναι τόσο απλό. Ο βιντεοκλιπάς (ως επι το πλείστον) John Hillcoat κατανοεί απόλυτα το πρωτότυπο και κινείται απλά, άμεσα και με σεβασμό. Τον βοηθά εξάλλου και η εμπειρία του στην μουσική – INXS, Siouxsie And The Banshees, Placebo, Nick Cane And The Bad Seeds είναι μερικά από τα μουσικά ονόματα που έχουν περάσει μπροστά από τον φακό τους και η μελαγχολία που αποδίδει η μουσική τους είναι κομμένη και ραμμένη για τις θεματικές του «Δρόμου». Μπορεί η παραγωγή να «μυρίζει» Χόλλυγουντ, αλλά η σκηνοθεσία του Hillcoat κάθε άλλο. Κι ευτυχώς.
Στο πρωταγωνιστικό τρίο, πρώτος και τρανταχτός ο Viggo Mortensen. Από την πρώτη του εμφάνιση στον «Μάρτυρα Εγκλήματος» του Peter Weir πολύ νερό έχει κυλήσει στο κινηματογραφικό αυλάκι και πολλά ονόματα έχουν μπει στο βιογραφικό του, μερικά από τα οποία καλύτερα να ξεχαστούν («Α Perfect Murder»,»G.I.Jane») ενώ για άλλα μπορεί να αισθάνεται ασφαλής («Υπόθεση Καρλίτο»). Έπρεπε να φτάσουμε στο 2001 για να γίνει ο Viggo Mortensen αυτό που ονομάζεται «πρώτο όνομα», καθώς η συμμετοχή του ως Aragorn στην επική τριλογία του Peter Jackson «Ο Αρχοντας Των Δαχτυλιδιών» του έφερε αναγνώριση, φήμη και έβαλε το όνομά του ψηλά σε μια πολύ μικρή λίστα ηθοποιών που άξιζαν το βάρος τους σε χρυσάφι. Κι εκεί που κανείς θα περίμενε άλλο ένα όμορφο πρόσωπο προορισμένο για υψηλά κασέ, γιγαντοαφίσες και πρωτοσέλιδα σε ταμπλόιντ, ο Mortensen δεν πέφτει στην παγίδα του star system. Έρχεται πρώτα το «A History Of Violence» να μας προϊδεάσει για το ταλέντο του και κατόπιν η ανατριχιαστική του ερμηνεία στο «Eastern Promises» να παγιώσει την αξία του και ως ηθοποιός. Στο «The Road» πια είμαστε σίγουροι: ο Viggo Mortensen είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Γενικά μου αρέσουν οι ηθοποιοί που δεν διστάζουν να τσαλακωθούν και να λερωθούν, κι εδώ πετυχαίνει απόλυτα. Ο Άντρας, ένας καταρρακωμένος άνθρωπος, μια σκιά του προηγούμενου εαυτού του, αδύναμος και αδύνατος, προσπαθεί να επιβιώσει, να κερδίσει λίγο χρόνο ακόμη σε έναν κόσμο που δεν έχει και δεν δίνει καμιά ελπίδα. Τα φαντάσματά του τον στοιχειώνουν σε κάθε βήμα, η απώλεια (της γυναίκας του, της ανθρωπιάς του, του κόσμου που έχτισε και της ελπίδας κάτι καινούριου) φαίνονται καθαρά στο πρόσωπό του: ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα και δεν πρόκειται να τα ξαναβρεί. Το Αγόρι, ο γιός του, είναι το μόνο του αποκούμπι. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια Οσκαρική ερμηνεία, αν την ίδια χρονιά δεν τύχαιναν αντίπαλοι σαν τον Sean Penn και τον Richard Jenkins.
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για την Charlize Theron. Από την εποχή που έκοβε ανάσες ως μοντέλο στην διαφήμηση του Bacardi, έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να κόψει ανάσες – και λαιμούς – στο «Monster» του 2003, τσαλακώνοντας την αιθέρια εικόνα της και κερδίζοντας το πολυπόθητο αγαλματάκι. Ακολούθησαν πολλές ταινίες, άλλες κακές, άλλες καλές, και, στο «The Road» είναι η Γυναίκα. Η σύζυγος του Viggo Mortensen, έτσι όπως την γνωρίζουμε μέσα από τις αναδρομές σε μια καλύτερη εποχή, χάνει τα παντα κι αυτή. Μόνο που, αντίθετα από τον σύζυγό της, χάνει και την διάθεση για ζωή. Σε κάποια στιγμή εγκαταλείπει – τον άντρα της, το παιδί της, ό,τι απέμεινε από τον κόσμο. Δεν ξέρουμε ξεκάθαρα τι απέγινε αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι βλέπουμε την πτώση ενός ανθρώπου, καθώς εξαφανίζεται σιγά σιγά στο τίποτα.
Το Παιδί είναι ο Kodi Smit-McPhee. Πρώτη του κινηματογραφική παρουσία στον «Δρόμο» και θα ακολουθήσει, δύο χρόνια μετά, το remake του «Let The Right One In«. Έχει πολύ δρόμο ακόμη μπροστά του ο νεαρός Kodi, κι ευτυχώς γιαυτόν και για μας που τον αρχίζει με μια τέτοια ερμηνεία. Ένα παιδί χαμένο και μπερδεμένο, ανάμεσα στην αφέλεια της ηλικίας του και στην σκληρή πραγματικότητα, εξαρτάται ολοκληρωτικά από έναν άνθρωπο που δεν ξέρει τι ακριβώς να κάνει. Σ’ενα τέτοιο περιβάλλον δεν έχει νόημα να μάθει και να αναπτυχθεί – πρέπει να ωριμάσει απότομα, αλλιώς δεν θα επιβιώσει. Το σύντομο παρελθόν του χάνεται στην ασάφεια (η μητέρα του παραμένει περισσότερο μια αίσθηση παρά μια σαφής ανάμνηση), το παρόν του προσφέρει σαν μόνο εφόδιο την τύχη, και έτσι προχωράει σε ένα μέλλον αβέβαιο και, χωρίς να το ξέρει, αναπόφευκτο. Το τέλος διατηρεί την ελπίδα, αλλά κάτι μας λέει ότι αυτή η φλόγα είναι αδύναμη και δεν θα διαρκέσει.
Ένα ταξίδι επιβίωσης, λοιπόν, ο «Δρόμος» είναι ένα μικρό αριστούργημα που, μπορεί να φαίνεται απαισιόδοξο στην αρχή, αλλά πίσω από την σκόνη και την στάχτη ενός πλανήτη που αργοπεθαίνει, αχνοφαίνεται λίγο φως. Για τον ήρωα και το παιδί του δεν έχει και πολλή σημασία. Σημασία έχει να μην σβύσει η φλόγα, η σπίθα της ζωής. Κοιτάμε προς τις αμυδρές ακτίνες πίσω από τα σύννεφα με μακάριο βλέμμα, σοφότεροι από πριν, και ίσως λίγο πιο δυνατοί. Για μας μπορεί να μην υπάρχει ελπίδα, μπορεί να ήρθε το τέλος. Για τον κόσμο όμως, για την ζωή, ένα μικρό λουλουδάκι που ανθίζει ανάμεσα στα ξερόκλαδα και στα καπνισμένα ερείπια, μας φέρνει το χαμόγελο και την γνώση ότι, τελικά, όλα θα πάνε καλά.