2 Ιανουαρίου, 2014
από geysser
Δεν είναι καθόλου εύκολο να μεταφέρεις ένα βιβλίο στην μεγάλη οθόνη, ιδιαίτερα από την στιγμή που το βιβλίο αυτό θεωρείται κλασικό. O Ουμπέρτο Έκο, στην διάρκεια της πολύχρονης συγγραφικής καριέρας του, μας έχει δώσει τουλάχιστον δύο βιβλία που εντάσσονται σ’αυτή την κατηγορία: «Το Εκκρεμές Του Φουκώ» και «Το Όνομα Του Ρόδου». Μόνο το δεύτερο έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο – ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ έκανε μια απόπειρα να συζητήσει με τον Έκο για την μεταφορά του «Εκκρεμούς», αλλά οι συζητήσεις ναυάγησαν. Φήμες θέλουν τον Έκο δυσαρεστημένο με την κινηματογραφική μεταφορά του «Ροδου» αλλά επιτρέψτε μας να διαφωνήσουμε: ένα βιβλίο που θεωρείται κλασικό, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σαν μια ταινία που, επίσης, έχει βρει την θέση της στο Πάνθεον των κλασικών ταινιών.
Ιταλία, 14ος αιώνας. Στην καρδιά του Μεσαίωνα. Ο Γουλιέλμος του Μπάσκερβιλ, φραγκισκανός μοναχός, και ο βοηθός του Άντσο του Μελκ, καλούνται σε ένα αββαείο δομινικανών μοναχών για να ερευνήσουν έναν θάνατο που έλαβε χώρα στο μοναστήρι, λίγο πριν ένα σημαντικό θεολογικό συνέδριο. Για να πετύχει στην αποστολή του και να διελευκάνει το μυστήριο του τραγικού αυτού γεγονότος, ο Γουλιέλμος θα χρησιμοποιήσει το αναλυτικό μυαλό του και την ικανότητά του στην συλλογή στοιχείων, πράγμα που θα τον φέρει σε σύγκρουση με τις μεσαιωνικές ιδεολογίες των μοναχών, αλλά και θα τον οδηγήσει στην αποκάλυψη πολύ περισσότερων μυστικών απ’ότι θα μπορούσε να φανταστεί.
Ο Ζαν-Ζακ Ανό είχε πει στον Ουμπέρτο Έκο ότι υπάρχει μόνο ένας σκηνοθέτης που θα μπορούσε να σκηνοθετήσει το «Όνομα Του Ρόδου»: ο ίδιος. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια προετοιμασίας, ταξιδιών σε ολόκληρη την Ευρώπη, τέσσερις(!) σεναριογράφοι και ένα ανελέητο κάστινγκ για να βρεθούν οι ηθοποιοί που θα ταίριαζαν στο εμμονοληπτικό όραμα του Γάλλου σκηνοθέτη. Το αποτέλεσμα δικαιώνεται ιστορικά. Η ταινία παραμένει πιστή στο πρωτότυπο – όσο πιστό μπορεί να είναι ένα σενάριο σε ένα βιβλίο το οποίο θεωρείται (και είναι) από τα πιό βαριά και κουραστικά – , η ατμόσφαιρα μεσαιωνικής παρακμής και μυστικισμού βγάζει μάτι χάρη στην εκπληκτική φωτογραφία του «παζολινικού» Τονίνο Ντέλι Κόλι, και οι κεντρικοί πρωταγωνιστές βρίσκονται στα καλύτερά τους και σε ρόλους που τους ταιριάζουν γάντι.
Πέρα από το σταριλίκι της εποχής, ο Σων Κόνερι δίνει μια μεστή ερμηνεία στον κεντρικό ρόλο του Γουλιέλμου, ο νεαρός – τότε – Κρίστιαν Σλέητερ δίνει την καλύτερή του ερμηνεία σε μια καριέρα πλούσια αλλά εντελώς επίπεδη, ενώ ο Φ. Μάρευ Αμπραχαμ, αμέσως μετά το Οσκαρικό «Αμαντέους», είναι απολαυστικός ως Ιεροεξεταστής Βερνάρδος του Γκυ (υπαρκτό πρόσωπο που έστειλε αρκετούς αθώους στην πυρά). Το μάτι, βέβαια, κολλάει στους μοναδικής εμφάνισης (και ασχήμιας!) κομπάρσους, αλλά και στον πολυαγαπημένο μου Ρον Πέρλμαν, εξαιρετικό στον ρόλο του καμπούρη Σαλβατόρε.
Κάποιος που έχει διαβάσει το βιβλίο, μοιραία θα το συγκρίνει με την κινηματογραφική του μεταφορά. Σαν θεατής όμως, ίσως και να επιβάλλεται η αποστασιοποίηση. Σαν ταινία, μπορεί το «Όνομα Του Ρόδου» να χαρακτηριστεί κλασικό; Σ’αυτό δεν θα απαντήσουμε εμείς. Θα απαντήσει ο ίδιος ο θεατής, ο οποίος και επιβαρύνεται με την συγκεκριμένη «ευθύνη»: ή να το αγαπήσει, ή να το μισήσει, ή να το αγνοήσει εντελώς. Από την μεριά μας, το «Όνομα Του Ρόδου» είναι μια ταινία που δεν μπορεί να λείπει από κανένα αφιέρωμα για την σχέση Κινηματογράφου-Λογοτεχνίας, αλλά και από την συλλογή οποιουδήποτε κινηματογραφόφιλου που αγαπάει τον κινηματογράφο ως Τέχνη και όχι ως προϊόν.